- φρεορύκτης
- φρεορυκτέωfor digging wellsimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρεορύκτης — ὁ, Α βλ. φρεατορύκτης … Dictionary of Greek
φρεατορύκτης — ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α φρεατωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρ ορύκτης, τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek
φρεορυκτώ — έω, Α [φρεορύκτης] φρεωρυχῶ* … Dictionary of Greek